- τραπελός
- -ή, -όν, Ααυτός που εύκολα στρέφεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. δυσ-τράπελος, εὐ-τράπελος) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ- τής ρίζας του τρέπω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιντράπελος — παλιντράπελος, ον (Α) αντίθετος, ενάντιος. επίρρ... παλιντραπέλως (Α) με παλινωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ τού ρ. τρέπω + επίθημα λο (βλ. λ. ευ τράπελος)] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek